- νηπυτία
- νηπῠτί-α, ἡ,A infancy,
ἐξέτι νηπυτίης A.R.4.791
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐξέτι νηπυτίης A.R.4.791
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νηπυτία — νηπυτία, ἡ (Α) [νηπύτιος] νηπιότης* … Dictionary of Greek
νηπύτι' — νηπύτια , νηπύτιος little child neut nom/voc/acc pl νηπύτιε , νηπύτιος little child masc/fem voc sg νηπύτιε , νηπύτιος little child masc/fem voc sg νηπύτιαι , νηπυτία infancy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπυτίην — νηπυτία infancy fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπυτίης — νηπυτία infancy fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)